- καταιονώ
- καταιονῶ, -άω (Α)βλ. καταιονίζω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καταιονῶ — καταιονάω pour upon pres imperat mp 2nd sg καταιονάω pour upon pres subj act 1st sg (attic epic ionic) καταιονάω pour upon pres ind act 1st sg (attic epic ionic) καταιονάω pour upon pres subj act 1st sg (attic epic doric ionic) καταιονάω pour… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταιονίζω — και καταιονώ (Α καταιονῶ, άω) 1. βρέχω κάποιον ή κάτι με νερό που πέφτει με ορμή από πάνω σαν βροχή, καταβρέχω 2. ιατρ. εκτελώ καταιόνηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + αἰονῶ «υγραίνω». Ο τ. καταιονίζω από μεταπλασμό τού καταιονῶ κατά τα ρ. σε ίζω] … Dictionary of Greek
αιονώ — αἰονῶ ( άω) (Α) υγραίνω, καταβρέχω, μουσκεύω. [ΕΤΥΜΟΛ. Αγνωστης ετυμολ. ΠΑΡ. αρχ. αἰόνημα, αἰόνησις. ΣΥΝΘ. αρχ. ἐναιονῶ, ἐξαιονῶ, ἐπαιονῶ, καταιονῶ, προσαιονῶ] … Dictionary of Greek
καταιόνημα — καταιόνημα, τὸ (Α) [καταιονώ]. το νερό που χρησιμοποιείται για πλύσιμο με ορμητική πτώση του … Dictionary of Greek
προκαταιονώ — άω, ΜΑ προκαταβρέχω, περιρραντίζω εκ τών προτέρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + καταιονῶ «καταβρέχω»] … Dictionary of Greek